επαλινδούμαι

επαλινδούμαι
ἐπαλινδοῡμαι, -έομαι (Α)
καλύπτομαι καθώς κυλιέμαι, επικαλύπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλινδούμαι «στριφογυρίζω, κυλιέμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”